λάπα

λάπα
η
λαπάρα*.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δημώδης λ. αντί λαπάρα*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • λάπαν — λάπᾱν , λάπη scum fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαπαδιάζω — 1. βράζω το φαγητό, και ειδικά το ρύζι, τόσο ώστε να χυλώσει, κάνω το φαγητό λαπά 2. (αμτβ.) γίνομαι λαπάς («το φαγητό λαπάδιασε»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λαπαδ (λαπάδες) τού λαπάς + κατάλ. ιάζω (πρβλ. παράς [παράδες]: ξεπαραδ ιάζω)] …   Dictionary of Greek

  • Ράινις, Γιαν — (1865 – 1929). Λετονός ποιητής. Ανάμεσα στο 1884 1888 φοίτησε στη Νομική σχολή του πανεπιστήμιου της Πετρούπολης, όπου άρχισε να διαμορφώνει και την υλιστική του κοσμοθεωρία. Το 1891 95 ίδρυσε την εφημερίδα Ντιένους Λάπα. Οι πρώτοι του στίχοι… …   Dictionary of Greek

  • laparo..., Laparo... — laparo..., Laparo... [aus gr. λαπαρα = Teil des Leibes zwischen Rippen und Hüften, Flanke]: Bestimmungswort von Zusammensetzungen mit der Bedeutung „Bauch, Bauchhöhle“ ; z. B. : Laparoskop, Laparotomie …   Das Wörterbuch medizinischer Fachausdrücke

  • Litholapaxie — Li|tho|lapaxi̲e̲ [zu ↑litho... u. gr. λαπαζειν = ausleeren, abführen] w; , ...i̱en: Beseitigung (Absaugung) von Steintrümmern aus der Blase …   Das Wörterbuch medizinischer Fachausdrücke

  • λαπάς — ο (λ. τουρκ.) 1. ρύζι το οποίο έγινε σαν χυλός από το πολύ βράσιμο: Ο λαπάς κάνει καλό στο στομαχόπονο. 2. μτφ., άνθρωπος νωθρός, νωχελικός: Παντρεύτηκε έναν άντρα λαπά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λαίλαπα — λαί̱λαπα , λαῖλαψ furious storm fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”